Νορβηγός
Νορβηγός, σουηδικά
Νορβηγός, μηχανη
Νορβηγός, τραινο, ηδονοβλεψιας
σκουλαρίκια, Νορβηγός
Νορβηγός, κατάσκοπος, ηδονοβλεψιας
Νορβηγός, δασκάλα
δανεζες, Νορβηγός, σουηδικά
σουηδικά, Νορβηγός